πυκνῷ

πυκνῷ
πυκνάζω
to be frequent
fut opt act 3rd sg
πυκνός
close
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυκνῶ — πυκνάζω to be frequent fut ind act 1st sg (attic epic ionic) πυκνός close masc/neut gen sg (doric aeolic) πυκνόω make close pres subj act 1st sg πυκνόω make close pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώνω — πυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνός] 1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.) 2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α.… …   Dictionary of Greek

  • πυκνῶι — πυκνῷ , πυκνάζω to be frequent fut opt act 3rd sg πυκνῷ , πυκνός close masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANXURUS sive potius ANXYRUS — ANXURUS, sive potius ANXYRUS nomen est, quô Iuppiter a Campanis vocabatur, qui maxime Auxuri colebatur imberbis, vel quasi ἄνευ τȏυ ξοροῦ, sine novacula, quia barbam numquam rasisiet. Servius, in illud Poetae Aen. l. 7. v. 799. Circeiumque iugum; …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περιπυκνούμαι — όομαι ή έομαι, Μ συμπυκνώνομαι από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πυκνῶ (< πυκνός)] …   Dictionary of Greek

  • πυκνωτικός — ή, ό / πυκνωτικός, ή, όν, ΝΑ [πυκνῶ] ο σχετικός με την πύκνωση ή αυτός που προκαλεί πύκνωση τών συστατικών ενός σώματος αρχ. (για τους βόρειους ανέμους) αυτός που προκαλεί τόνωση …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • πύκνωμα — το, ΝΑ [πυκνῶ] 1. το να είναι κάτι πυκνό, δηλ. δασύ ή άφθονο («τὸ πύκνωμα τῶν τριχῶν ἀποψιλῶν», Αλκίφρ.) 2. συμπύκνωση, σύμπτυξη αρχ. 1. πυκνό ύφασμα, πίλημα 2. συμπίεση, σύνθλιψη 3. στον πληθ. τὰ πυκνώματα μουσ. συμπυκνωμένοι ή πολλαπλοί ή… …   Dictionary of Greek

  • πύκνωση — η / πύκνωσις, ώσεως, ΝΑ [πυκνῶ] 1. συμπύκνωση, σύμπτυξη (α. «πύκνωση τού διαλύματος» β. «τὸ νέφος πύκνωσις ἀέρος», Αριστοτ.) 2. η τοποθέτηση τού στρατεύματος σε πυκνή τάξη νεοελλ. 1. αύξηση τής συχνότητας («σημειώνεται πύκνωση τών επισκέψεων… …   Dictionary of Greek

  • συμπυκνώνω — συμπυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνῶ, ώνω] καθιστώ πυκνό κάτι με πίεση, εξάτμιση ή άλλη μέθοδο (α. «συμπυκνώνω υγρό» β. «συμπυκνῶσαι καὶ πιλῶσαι», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. καθιστώ το νόημα ενός κειμένου πιο περιεκτικό αποφεύγοντας ή καταργώντας τυχόν μακρολογίες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”